κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
Full diacritics: διαθρυμμᾰτίς | Medium diacritics: διαθρυμματίς | Low diacritics: διαθρυμματίς | Capitals: ΔΙΑΘΡΥΜΜΑΤΙΣ |
Transliteration A: diathrymmatís | Transliteration B: diathrymmatis | Transliteration C: diathrymmatis | Beta Code: diaqrummati/s |
ίδος, ἡ, A = θρυμματίς, Antiph.90.
διαθρυμματίς: -ίδος, ἡ, = θρυμματίς, Ἀντιφ. Δυσπρατ. 2.
(διαθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ
un tipo de pastel Σικελῶν δὲ τέχναις ἡδυνθεῖσαι δαιτὸς διαθρυμματίδες Antiph.90.