διαθρυμματίς

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθρυμμᾰτίς Medium diacritics: διαθρυμματίς Low diacritics: διαθρυμματίς Capitals: ΔΙΑΘΡΥΜΜΑΤΙΣ
Transliteration A: diathrymmatís Transliteration B: diathrymmatis Transliteration C: diathrymmatis Beta Code: diaqrummati/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = θρυμματίς, Antiph.90.

Spanish (DGE)

(διαθρυμμᾰτίς) -ίδος, ἡ
un tipo de pastel Σικελῶν δὲ τέχναις ἡδυνθεῖσαι δαιτὸς διαθρυμματίδες Antiph.90.

Greek (Liddell-Scott)

διαθρυμματίς: -ίδος, ἡ, = θρυμματίς, Ἀντιφ. Δυσπρατ. 2.