διεζευγμένως
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
Adv., (διαζεύγνυμι) A discretely, of ratios, Nicom.Ar. 2.24.
German (Pape)
[Seite 617] getrennt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεζευγμένως: ἐπίρρ. (διαζεύγνυμι) χωριστά, κεχωρισμένως, Ἰουστῖν. Μ.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διαζεύγνυμι
1 mat. por transposición de proporciones, Nicom.Ar.2.23, 24.
2 separadamente ἐὰν δ. λέγωμεν ... Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1264D.