δολορραφέω
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A lay snares, Ctes.Fr.29.4.
Greek (Liddell-Scott)
δολορρᾰφέω: συρράπτω, μηχανῶμαι δόλους, Κτησ. παρὰ Φωτ.
Spanish (DGE)
tender una trampa δολορραφοῦντος Κροίσου Ctes.9.4, κατ' αὐτῶν Tz.Comm.Ar.3.845.13.