δυσπαίπαλος
English (LSJ)
ον, A rough and steep, βῆσσαι Archil.115; κύματα B. 5.26; Ὄθρυς Nic.Th.145; rough, λάχνη Opp.H.2.369, cf. C.2.381, al.
German (Pape)
[Seite 686] sehr schroff und zackig, steil; βῆσσα poet. bei Hephaest. p. 89; Ὄθρυς Nic. Th. 145; rauh, borstig, λάχνη Opp. H. 2, 369, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαίπᾰλος: -ον, τραχὺς καὶ ἀπόκρημνος, Ἀρχίλ. 104, Νίκ. Θ. 145· -ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 369, ἀπλῶς, τραχύς, λάχνη.
Spanish (DGE)
(δυσπαίπᾰλος) -ον
1 escarpado, inaccesible βῆσσαι Archil.84, Ὄθρυς Nic.Th.145, cf. Hsch.
•fig. κύματα B.5.26.
2 erizado de pieles de animales λάχνη del erizo, Opp.H.2.369, de ciertos vellones, Opp.C.2.381, ὄχλος de serpientes, Opp.C.2.270.
Greek Monolingual
δυσπαίπαλος, -ον (Α)
1. τραχύς και απόκρημνος
2. τραχύς, ανώμαλος.