δυσπαίπαλος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαίπᾰλος Medium diacritics: δυσπαίπαλος Low diacritics: δυσπαίπαλος Capitals: ΔΥΣΠΑΙΠΑΛΟΣ
Transliteration A: dyspaípalos Transliteration B: dyspaipalos Transliteration C: dyspaipalos Beta Code: duspai/palos

English (LSJ)

δυσπαίπαλον, rough and steep, βῆσσαι Archil.115; κύματα B. 5.26; Ὄθρυς Nic.Th.145; rough, λάχνη Opp.H.2.369, cf. C.2.381, al.

Spanish (DGE)

(δυσπαίπᾰλος) -ον
1 escarpado, inaccesible βῆσσαι Archil.84, Ὄθρυς Nic.Th.145, cf. Hsch.
fig. κύματα B.5.26.
2 erizado de pieles de animales λάχνη del erizo, Opp.H.2.369, de ciertos vellones, Opp.C.2.381, ὄχλος de serpientes, Opp.C.2.270.

German (Pape)

[Seite 686] sehr schroff und zackig, steil; βῆσσα poet. bei Hephaest. p. 89; Ὄθρυς Nic. Th. 145; rauh, borstig, λάχνη Opp. H. 2, 369, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαίπᾰλος: -ον, τραχὺς καὶ ἀπόκρημνος, Ἀρχίλ. 104, Νίκ. Θ. 145· -ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 369, ἀπλῶς, τραχύς, λάχνη.

Greek Monolingual

δυσπαίπαλος, -ον (Α)
1. τραχύς και απόκρημνος
2. τραχύς, ανώμαλος.