λάχνη
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ,
A soft woolly hair, down, as of the first beard, πρίν σφωϊν… πυκάσαι γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Od.11.320; ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pi.O.1.68; of the thin hair on Thersites' head, ψεδνὴ δ' ἐπενήνοθε λ. Il.2.219; of the soft nap or pile on cloth, οὔλη δ' ἐπενήνοθε λ. 10.134; of the scanty hairs on the elephant, Luc.Philops.24; of the hair or fur of wild beasts, λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes.Op.513; of the bear's or polecat's fur, Opp.C.3.140, Nic.Th.690; of sheep's wool, S.Tr.690, Opp.C.2.379; of ox's hair, A.R.1.325: in plural, of the hedgehog's quills, Plu.2.98d, Opp.H.2.369.
II metaph., leafage, Nic.Al.410, Opp.H.4.167, 380 (pl.).
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, wolliges, krauses Haar, vom ersten Milchhaar des Bartes, πρίν σφωιν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Od. 11, 319, wie Pind. im plur., ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον, Ol. 1, 68; vom krausen Haupthaar des Thersites, Il. 2, 219; οὔλη δ' ἐπενήνοθε λάχνη 10, 134; οὔτι σ' ὀνήσει ἡ λάχνη Antist. 2 (Plan. 243); a. sp. D., wie βλεφά ρων δὲ μέλαιν' ἐξέφθιτο λ. Nic. Ther. 331; vom dichten Haare der Tiere, Hes. O. 515, wie δέρμα ταύροιο λάχνῃ μέλαν Ap. Rh. 1, 325; Wolle, σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην Soph. Trach. 687; sp. D. Auch vom Laube, von den Blättern der Pflanzen, πηγάνου Nic. Al. 410; Opp. Hal. 4, 167. 380.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 duvet de barbe naissante;
2 poil frisé de la chevelure;
3 poil d'une étoffe de laine;
4 crinière ou poil épais d'un animal ; particul. toison de brebis.
Étymologie: cf. lat. lana.
Russian (Dvoretsky)
λάχνη: ἡ тж. pl.
1 первые волосы (на подбородке), мягкий пух, пушок (πυκάζειν γένυς λάχνῃ Hom.);
2 жесткие волосы, щетина (ψεδνὴ λ. Hom.);
3 шерсть (βοτοῦ Soph.; λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes.; τῶν ἀλόγων Plut.);
4 мех (οὔλη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
λάχνη: ἡ, χνοώδεις τρίχες ὅμοιαι ἐρίῳ, ὡς ἐπὶ τῆς ἤδη πρῶτον ἀναφαινομένης γενειάδος, Λατ. lanugo, πρίν σφῳιν... πυκάσαι γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Ὀδ. Λ. 320· ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Πινδ. Ο. 1. 110· ἐπὶ τῶν λεπτῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς τοῦ Θερσίτου, ψεδνὴ δ’ ἐπενήνοθε λάχνη Ἰλ. Β. 219· ἐπὶ τῆς χνοώδους ἐπιφανείας ὑφάσματος, οὔλη δ’ ἐπενήνοθε λάχνη, «ἡ δασύτης, ἡ κροκὺς» (Σχόλ.), Κ. 134· ἐπὶ τῶν ὀλίγων τριχῶν τοῦ ἐλέφαντος, Λουκ. Φιλοψ. 24· - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τῶν τριχῶν ἢ τῆς δορᾶς τῶν ἀγρίων ζῴων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 511· ἐπὶ τῆς δορᾶς τῆς ἄρκτου ἢ γαλῆς, Ὀππ. Κυν. 3. 140, Νικ. Θηρ. 690· ἐπὶ τῶν ἐρίων προβάτου, Σοφ. Τρ. 690, (ἀνθ’ οὗ ἐν τῇ Ὀδ. ὑπάρχει λάχνος)· ἐπὶ τῶν τριχῶν βοός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 325, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 2. 369· ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν ἀκανθῶν τοῦ ἀκανθοχοίρου, Πλούτ. 2. 98D. ΙΙ. μεταφορ. ὡς τὸ κόμη, φύλλωμα, Ὀππ. Ἁλ. 4. 167, (ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 380), Νικ. Ἀλεξιφ. 410. (Πρβλ. λάχνος, λαχνήεις, λῆνος· Λατ. lana, laneus, lanugo· - δύσκολον εἶναι νὰ θεωρηθῇ συγγενὲς ἢ πρὸς τὸ λάσιος ἢ πρὸς τὸ χλαῖνα, Κουρτ. ἀρ. 537).
English (Autenrieth)
woolly hair, down, Il. 10.134; sparse hair or beard, Il. 2.219, Od. 11.320.
Greek Monolingual
η (Α λάχνη)
το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.)
νεοελλ.
στον πληθ. οι λάχνες
ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν της επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο του εμβρυϊκού σάκου τών θηλαστικών και ο βλεννογόνος του λεπτού εντέρου («εντερικές λάχνες»)
αρχ.
1. τρίχωμα ζώου («σπάσασα κτησίου βοτοῦ λάχνην», Σοφ.)
2. χνουδωτή επιφάνεια υφάσματος
3. μτφ. το φύλλωμα
4. στον πληθ. αἱ λάχναι
τα αγκάθια του σώματος του ακανθόχοιρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάχνη < λακ-σν-ᾶ < Fλακ-σνᾶ), που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wl·k- (παρεκτεταμένη με ουρανικό -κ- μορφή) της ΙΕ ρίζας wel- «μαλλί, τρίχες, χόρτο» και συνδέεται με ιρανικές και σλαβ. λ. με σημ. «τρίχες, μαλλιά» (πρβλ. αβεστ. varәsa-, νεοπερσ. gurs, αρχ. σλαβ. vlasŭ, ρωσ. volos)].
Greek Monotonic
λάχνη: ἡ, απαλό τρίχωμα, χνούδι, Λατ. lanugo, λέγεται για το πρώτο γένι που βγαίνει σε νεαρό άνδρα, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· λέγεται για τις αραιές τρίχες στο κεφάλι του Θερσίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για χνουδένια επιφάνεια υφάσματος, στο ίδ.· ομοίως, για μαλλί προβάτου, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: soft, woolly hair, down (Il.), metaph. of leafage (Nic., Opp.);
Other forms: rarely λάχνῳ (dat. sg.) of the wool of a sheep (ι 445).
Compounds: λαχνό-γυιος with hairy members (E.)
Derivatives: λαχν-ήεις, -άεις (Il., Pi.), -ώδης (E.), -αῖος (AP) hairy, woolly; λαχνόομαι become hairy (sol., AP) with λάχνωσις (Hp.).
Origin: IE [Indo-European] [1139] *w(o)lḱ-hair
Etymology: From *λακ-σν-α (Schwyzer 327, Chantraine Form. 192, Benveniste Origines 101), which through *Ϝλακ-σν-α, IE *u̯l̥ḱ-sn-ā, agrees with an Iran. and Slav. word for hair: Av. varǝsa- m. n., NPers. gurs, OCS vlasъ, Russ. vólos, IE *u̯olḱ-o-. Because of the meaning less probable is the connection with OCS vlaknó, Russ. voloknó thread, Skt. valká- m. bark, sap-wood, IE *u̯olk-. Further Bq (with also older, dated interpretations), WP. 1, 297, Pok. 11 39, Vasmer s. vólos, voloknó and volócha; cf. also λάσιος.
Middle Liddell
λάχνη, ἡ,
soft hair, down, Lat. lanugo, of a young man's beard, Od., Pind.; of the thin hair on Thersites' head, Il.; of the nap or pile on cloth, Il.; of sheep's wool, Soph.
Frisk Etymology German
λάχνη: {lákhnē}
Grammar: f.
Meaning: krauses, wolliges Haar, Pelzhaar (ep. poet. seit Il.), übertr. vom Laubwerk (Nik., Opp.);
Derivative: daneben vereinzelt λάχνῳ (Dat. sg.) von der Wolle des Widders (ι 445). — Davon λαχνόγυιος mit zottigen Gliedern (E.); λαχνήεις, -άεις (Il., Pi.), -ώδης (E.), -αῖος (AP) haarig, wollig, zottig; λαχνόομαι haarig, zottig werden (Sol., AP) mit λάχνωσις (Hp.).
Etymology: Zunächst aus *λακσνα (Schwyzer 327, Chantraine Form. 192, Benveniste Origines 101), was über *ϝλακσνα, idg. *u̯l̥ḱ-sn-ā, zu einem iran. und slav. Wort für Haar den Weg zeigt: aw. varəsa- m. n., npers. gurs, aksl. vlasъ, russ. vólos, idg. *u̯olḱ-o-. Wegen der Bed. weniger glaubhaft ist die Verbindung mit aksl. vlaknó, russ. voloknó Faser, Faden, aind. valká- m. Bast, Splint, idg. *u̯olq-. Weitere Lit. mit Wurzelanalyse bei Bq (wo auch ältere, überholte Deutungen), WP. 1, 297, Pok. 11 39, Vasmer s. vólos, voloknó und volócha; vgl. auch λάσιος.
Page 2,93
English (Woodhouse)
flock of wool, of cloth, of wool
Mantoulidis Etymological
ἡ (=χνούδι). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: λαχνήεις (=μαλλιαρός), λαχνοῦμαι (=γίνομαι χνουδωτός), λάχνωσις.