δωδεκάδωρος

Revision as of 01:21, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².

Spanish (DGE)

-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.

Greek Monolingual

δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.

Greek Monotonic

δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάδωρος: δῶρον 3] длиной в двенадцать доров (κέρα Anth.).

Middle Liddell

δωδεκά-δωρος, ον δῶρον II]
twelve palms long, Anth.