εὐδιάλλακτος
English (LSJ)
ον, A easy to reconcile, placable, D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. -τως Id.Caes.54, M.Ant.1.7 (v.l. εὐαναδιδάκτως codd. Suid.).
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, εἰρηνικός, Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.
Étymologie: εὖ, διαλλάσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)
αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. α-διάλλακτος, δυσ-διάλλακτος].
Greek Monotonic
εὐδιάλλακτος: -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, ειρηνικός· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάλλακτος: легко примиряющийся, сговорчивый Plut.
Middle Liddell
εὐδιάλλακτος, ον
easy to reconcile, placable: adv. -τως, Plut.