ειρηνικός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰρηνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν»)
2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εἰρηνικάσυναπτή)
προτροπές του διακόνου ή του ιερέα προς τους πιστούς να προσευχηθούν με συγκεκριμένα αιτήματα προς τον Θεό (προτάσσεται η φράση: «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
4. φρ. ἡ εἰρηνική (επιστολή), τὸ εἰρηνικόν (γράμμα), τὰ εἰρηνικά (γράμματα)
επιστολές μεταξύ πατριαρχών και άλλων αρχιερέων σε σπουδαίες περιστάσεις ή έγγραφη χορήγηση άδειας από αρχιερέα σε κληρικό που μεταβαίνει σε άλλη επισκοπή
νεοελλ.
χωρίς πόλεμο, διένεξη ή δικαστική διαμάχη («ειρηνική επίλυση διαφορών»)
μσν.
(για τον καιρό) γαλήνιος, ήσυχος.