θεόπνοος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ον, contr. θεόπνους, ουν,= foreg., A θ. γενόμενος Corp.Herm.1.30; θ. ὕδωρ Numen. ap. Porph.Antr.10; πρόσωπον, of the Sphinx, Epigr.Gr.1016.
German (Pape)
[Seite 1197] dasselbe, Porphyr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεόπνοος: -ον, = τῷ προηγ., Πορφύρ. Ἄντρ. Νυμφ. 116∙ τὸ θεόπνουν, ἔμπνευσις, θεοπνευστία, ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθήκαις) 4700b.