έως, ὁ, A window-frame, Inscr.Délos 290.212 (iii B.C.).
θυριδεύς, ὁ (Α)επιγρ. το πλαίσιο της θυρίδας, δηλ. του παραθύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος, υποκορ. του θύρα + κατάλ. -εύς, πρβλ. γραμματ-εύς, ιππ-εύς].