θυριδεύς
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
-έως, ὁ, window-frame, Inscr.Délos 290.212 (iii B.C.).
Greek Monolingual
θυριδεύς, ὁ (Α)
επιγρ. το πλαίσιο της θυρίδας, δηλ. του παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος, υποκορ. του θύρα + κατάλ. -εύς, πρβλ. γραμματεύς, ιππεύς].