καθαριστής

From LSJ
Revision as of 10:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθαριστής Medium diacritics: καθαριστής Low diacritics: καθαριστής Capitals: ΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: katharistḗs Transliteration B: katharistēs Transliteration C: katharistis Beta Code: kaqaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A tree-pruner, Gloss.

Greek Monolingual

ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) καθαρίζω
νεοελλ.
αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ.
αρχ.
αυτός που κλαδεύει τα δέντρα.