κατάμακτος
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ον, A cast, moulded, of votive offerings, σῶμα, οὖς, IG22.1534.45,48.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμακτος: -ον, (καταμάσσω), κατ. τύπος, κατάμακτον σῶμα γυναικός, κατάμακτα ὦτα· ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς τῶν ἀναθημάτων τοῦ Ἀθήνησιν Ἀσκληπιείου (Κουμαν.)= ἐκμαγεῖα, ὁμοιώματα ἢ εἰδώλια τῶν τοιούτων πραγμάτων, οἷα καὶ νῦν ἐν τοῖς τῶν δυτικῶν ναοῖς ἀναθήματα παρατηροῦνται, ἂν καὶ τὸ ῥ. καταμάσσειν δὲν εὑρέθη ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης.
Greek Monolingual
κατάμακτος, -ον (Α) καταμάσσω
ο χυτός σε τύπο, σε καλούπι.