καταπόθρα
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ, A gullet, pharyngeal region, Paul.Aeg.6.32, Hippiatr. 16.
German (Pape)
[Seite 1371] ἡ, Sp., = καταπότρα.
Greek (Liddell-Scott)
καταπόθρα: ἡ, ἴδε καταπότρα.