κινναμολόγος

Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

English (LSJ)

ὁ,    A = κιννάμωμον ΙΙ, Plin.HN10.97.

German (Pape)

[Seite 1441] ὁ, der Zimmtiefer, ein indischer Vogel, der sein Nest aus Zimmtreifern bau't und auch κιννάμωμος hieß, Arist. H. A. 9, 13; Ael. H. A. 2, 34. 17, 21; vgl. Her. 3, 111.

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰμολόγος: ὁ, ὁ συλλέγων κιννάμωμον, ὄνομα Ἰνδικοῦ τινος πτηνοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι κτίζει τὴν φωλεάν του συλλέγον κλαδίσκους κινναμώμου, cinnamologos παρὰ Πλιν. 10. 50· καλεῖται δὲ καὶ κιννάμωμον (ὃ ἴδε), πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111.

Greek Monolingual

κινναμολόγος, ὁ (Α)
1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο
2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)].

Russian (Dvoretsky)

κιννᾰμολόγος: ὁ Plin. = κιννάμωμον 2.