κινναμολόγος
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
ὁ, = κιννάμωμον ΙΙ, Plin.HN10.97.
German (Pape)
[Seite 1441] ὁ, der Zimmtiefer, ein indischer Vogel, der sein Nest aus Zimmtreifern bau't und auch κιννάμωμος hieß, Arist. H. A. 9, 13; Ael. H. A. 2, 34. 17, 21; vgl. Her. 3, 111.
Russian (Dvoretsky)
κιννᾰμολόγος: ὁ Plin. = κιννάμωμον 2.
Greek (Liddell-Scott)
κιννᾰμολόγος: ὁ, ὁ συλλέγων κιννάμωμον, ὄνομα Ἰνδικοῦ τινος πτηνοῦ, περὶ οὗ λέγεται ὅτι κτίζει τὴν φωλεάν του συλλέγον κλαδίσκους κινναμώμου, cinnamologos παρὰ Πλιν. 10. 50· καλεῖται δὲ καὶ κιννάμωμον (ὃ ἴδε), πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111.
Greek Monolingual
κινναμολόγος, ὁ (Α)
1. αυτός που μαζεύει κιννάμωμο
2. το μυθικό ινδικό πτηνό κιννάμωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνναμον + λόγος (< λόγος < λέγω)].