κοσμήτρια
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
ἡ, A = κοσμήτειρα, Hsch.s.v. Σαραχηρώ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμήτρια: ἡ, = κοσμήτειρα, Ἡσύχ., Ἐπιφάν. 1. 937D.