Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Full diacritics: κοσταί | Medium diacritics: κοσταί | Low diacritics: κοσταί | Capitals: ΚΟΣΤΑΙ |
Transliteration A: kostaí | Transliteration B: kostai | Transliteration C: kostai | Beta Code: kostai/ |
or κόσται, ῶν, αἱ, A = ἀκοστή, barley, Hsch. II κ., οἱ, kind of fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.
(I)
κοσταί και κόσται, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κριθαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. ἀκοστή].
(II)
κοσταί, οἱ (Α)
είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].