κορωνοποδώδης

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοποδώδης Medium diacritics: κορωνοποδώδης Low diacritics: κορωνοποδώδης Capitals: ΚΟΡΩΝΟΠΟΔΩΔΗΣ
Transliteration A: korōnopodṓdēs Transliteration B: korōnopodōdēs Transliteration C: koronopododis Beta Code: korwnopodw/dhs

English (LSJ)

ες, A like crow's feet, Thphr.HP1.10.5.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοποδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ φυτῷ κορωνόπους, ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ σκολοπώδης.

Greek Monolingual

κορωνοποδώδης, -ῶδες (Α) κορωνόπους
αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).