λαδρέω

Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A flow strongly, λαδρέοντι τοὶ μυκτῆρες Sophr.135.

Greek (Liddell-Scott)

λαδρέω: (λα- ῥέω) ῥέω ἰσχυρῶς, λαδρέοντι δέ τοι μυκτῆρες, ἀντὶ τοῦ μεγάλως ῥέουσι, Ποιητὴς Δωρ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 1. 123.

Greek Monolingual

λαδρέω (Α)
ρέω σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. λαδρέω < επιτατικό μόριο λα- + ρέω].

Frisk Etymological English

(α)
Grammatical information: v.
Meaning: run, flee, of the μυκτῆρες (Sophr. 135).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained; very uncertain. V. Wilamowitz proposes to read πλαδαρέοντι. Fur. 199 compares λατραβός, λαιδρός, λαθροῦν, λαιθαρύζειν.

Frisk Etymology German

λαδρέω: (ā̆)
{ladréō}
Grammar: v.
Meaning: rinnen, fließen, von den μυκτῆρες (Sophr. 135).
Etymology : Unerklärt; sehr unsicher. v. Wilamowitz will dafür πλαδαρέοντι lesen.
Page 2,71