λαιθαρύζειν
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
λαιθαρύζειν: «λαμυρῶσαι. διαπράξασθαι» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Meaning: λαμυρῶσαι, διαπράξασθαι H.
See also: s. λάτραβός