λαμπαδοδρομία
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ἡ, A = λαμπαδηδρομία, AB228 (read -μιῶν for -μίων).
German (Pape)
[Seite 12] ἡ, = λαμπαδηδρομία, B. A. 228, 11 steht λαμπαδοδρομίων, wie von τὰ λαμπαδοδρόμια.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπᾰδοδρομία: ἡ, = λαμπαδηδρομία, Α. Β. 228 (ἔνθα ἀναγνωστέον -μιῶν ἀντὶ -μίων).
Greek Monolingual
η (Α λαμπαδοδρομία)
βλ. λαμπαδηδρομία.