λευκωματικός
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Full diacritics: λευκωμᾰτικός | Medium diacritics: λευκωματικός | Low diacritics: λευκωματικός | Capitals: ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: leukōmatikós | Transliteration B: leukōmatikos | Transliteration C: lefkomatikos | Beta Code: leukwmatiko/s |
ή, όν, A good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.
λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.