λογοϊατρεία
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ἡ, A healing only in words, v. λογίατρος.
Greek (Liddell-Scott)
λογοϊατρεία: ἡ, θεραπεία μόνον ἐν λόγοις, πρβλ. λογίατρος.
Greek Monolingual
λογοϊατρεία, ἡ (Α)
βλ. λογιατρεία.