λιτρισμός
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
English (LSJ)
ὁ, A delivery by weight, PFlor.31.21 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
λιτρισμός: ὁ, ἡ κατὰ λίτρας ἀπαρίθμησις, Ἀνώνυμ. παρὰ Lambec Bibl. Caes. τ. 7, σ. 513Α, κλ.
Greek Monolingual
λιτρισμός, ὁ (ΑM) λιτρίζω
ο υπολογισμός ή η μέτρηση ενός βάρους σε λίτρες.