λογομάγειρος
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A one who cooks up words, Suid. s.v. Ἀντιφῶν.
Greek (Liddell-Scott)
λογομάγειρος: ὁ, ὁ μαγειρεύων λόγους, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντιφῶν.
Greek Monolingual
λογομάγειρος, ὁ (Α)
αυτός που μαγειρεύει, που επινοεί λόγους.