μετάλλευσις
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
εως, ἡ, v. l. for μεταλλεία, Palaeph.9: in pl., A mining operations, Ph.Bel.91.19.
German (Pape)
[Seite 149] ἡ, = μεταλλεία, Palaeph. 10.
Greek (Liddell-Scott)
μετάλλευσις: ἡ, = μεταλλεία, Παλαίφ. 10.