μετούσιος

From LSJ
Revision as of 15:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετούσιος Medium diacritics: μετούσιος Low diacritics: μετούσιος Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: metoúsios Transliteration B: metousios Transliteration C: metoysios Beta Code: metou/sios

English (LSJ)

ον, A inferior to Being, opp. ὑπερούσιος, Phlp.in de An.504.21.

Greek Monolingual

μετούσιος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατώτερος του όντος, της υπάρξεως της ουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν-ούσιος, περι-ούσιος].