ναοειδής
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
Full diacritics: νᾱοειδής | Medium diacritics: ναοειδής | Low diacritics: ναοειδής | Capitals: ΝΑΟΕΙΔΗΣ |
Transliteration A: naoeidḗs | Transliteration B: naoeidēs | Transliteration C: naoeidis | Beta Code: naoeidh/s |
ές, A in the form of a shrine, παστῆον SIG996.23 (Smyrna).
ναοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα ναού, ναόσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -ειδής].