ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
οἶνος, A v. μυρίνης.
μυρρίνης: οἶνος, ἴδε μυρίνης.
μυρρίνης, ὁ (Α)βλ. μυρίνης.