ναυσιφθόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A ship-destroying, αὖραι Tim.Pers.144.
Greek Monolingual
ναυσιφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος.
Full diacritics: ναυσιφθόρος | Medium diacritics: ναυσιφθόρος | Low diacritics: ναυσιφθόρος | Capitals: ΝΑΥΣΙΦΘΟΡΟΣ |
Transliteration A: nausiphthóros | Transliteration B: nausiphthoros | Transliteration C: nafsifthoros | Beta Code: nausifqo/ros |
ον, A ship-destroying, αὖραι Tim.Pers.144.
ναυσιφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φθείρει πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος.