νησιάρχης

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A governor of an island or governor of islands, Antiph.190.14, Plu.2.823d.

Greek (Liddell-Scott)

νησιάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἢ κυβερνήτης νήσου, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 14, Πλούτ. 2. 823D· - νησίαρχος, Δίων Κ. 58. 5· - ῥῆμα νησιαρχέω, Συλλ. Ἐπιγρ. 3655. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gouverneur d’une île.
Étymologie: νῆσος, ἄρχω.

Greek Monolingual

νησιάρχης, ὁ (Α)
κυβερνήτης, άρχοντας νησιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -άρχης (< ἄρχω) κατά τα πολι-άρχης, ταξι-άρχης].

Russian (Dvoretsky)

νησιάρχης: ου ὁ несиарх, правитель или владетель острова Plut.