νομικάριος
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ὁ, A = νομικός 11.2, POxy.1131.3 (v A.D.), etc.
Greek Monolingual
νομικάριος, ὁ (Μ) νομικός
συμβολαιογράφος, νοτάριος.