ξεινίζω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: ξεινίζω | Medium diacritics: ξεινίζω | Low diacritics: ξεινίζω | Capitals: ΞΕΙΝΙΖΩ |
Transliteration A: xeinízō | Transliteration B: xeinizō | Transliteration C: kseinizo | Beta Code: ceini/zw |
ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, A v. ξεν-.
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
ion. c. ξενίζω.
ξεινίζω (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ξενίζω.