παραμαίνομαι

Revision as of 19:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be quite mad, Amips.10.

German (Pape)

[Seite 489] = simpl., in VLL. Erkl. von παρασαβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

παραμαίνομαι: ἀποθ., μαίνομαι ἐντελῶς, γίνομαι ὅλως μανιώδης, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 2.

Greek Monolingual

Α
είμαι εντελώς τρελός, παράφρονας.