παράφρονας

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

Greek Monolingual

παράφρων, -ον, ποιητ. τ. πάρφρων, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει χάσει το λογικό του, τρελός, φρενοβλαβής
2. (για ενέργεια, σκέψη κ.λπ.) ασύνετος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -φρων (< φρήν, φρενός)].