παραμαίνομαι

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμαίνομαι Medium diacritics: παραμαίνομαι Low diacritics: παραμαίνομαι Capitals: ΠΑΡΑΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paramaínomai Transliteration B: paramainomai Transliteration C: paramainomai Beta Code: paramai/nomai

English (LSJ)

to be quite mad, Amips.10.

German (Pape)

[Seite 489] = simpl., in VLL. Erkl. von παρασαβάζω.

Greek (Liddell-Scott)

παραμαίνομαι: ἀποθ., μαίνομαι ἐντελῶς, γίνομαι ὅλως μανιώδης, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 2.

Greek Monolingual

Α
είμαι εντελώς τρελός, παράφρονας.