πλατύπεδος
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
English (LSJ)
ον, A with broad fields, Sch.Hes.Th.117.
German (Pape)
[Seite 627] mit breiter Fläche (?).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύπεδος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα πεδία, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Θεογ. 117· πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ εὐρύστερνος: «γαῖαν εὐρύστερνον· πλατεῖαν, πλατύπεδον».
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πλατιά πεδία, πλατιές επιφάνειες («γαῑαν εὐρύστερνον, πλατεῑαν, πλατύπεδον», Σχόλ. Ησιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -πέδος (< πέδον), πρβλ. βαθύ-πεδος].