προκαταρχή

Revision as of 21:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A origin, περὶ τῆς τοῦ ἀθρόου π., title of work by Zeno Epicureus, Phld.Herc.1005.7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση
2. τίτλος έργου του επικουρείου Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρχή «αρχή, έναρξη»].