σαγματᾶς
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, A saddler, PFlor.376.8 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής σαγμάτων, σαγματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, -ατος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. μαχαιρ-ᾶς)].