σελαηφόρος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον, A light-bringing, Ἑρμῆς Man.4.333.
German (Pape)
[Seite 869] lichtbringend, Maneth. 4, 333, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σελαηφόρος: -ον, (σέλας) ὁ φέρων φῶς, Μανέθων 4. 333.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φέρνει φως («Ἑρμῆς σελαηφόρος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. < σέλας + -φόρος με δυσερμήνευτο -η-].