στάβλον
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
τό,= Lat. A stabulum, stable, posting-station, POxy.2115.9 (iv A.D.), Hippiatr.34, etc.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
ταχυδρομικός σταθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. stabulum «σταθμός»].