συνδέχομαι
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
A receive as a guest, POxy.1162.8 (iv A.D.).
Greek Monolingual
Α δέχομαι
υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον ως ξένο.
Greek Monolingual
Α δέχομαι
υποδέχομαι ή περιποιούμαι κάποιον ως ξένο.