συνεμφύω

From LSJ
Revision as of 10:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεμφύω Medium diacritics: συνεμφύω Low diacritics: συνεμφύω Capitals: ΣΥΝΕΜΦΥΩ
Transliteration A: synemphýō Transliteration B: synemphyō Transliteration C: synemfyo Beta Code: sunemfu/w

English (LSJ)

in Pass., A grow together, unite, Gal.2.376, 18(2).977.

Greek (Liddell-Scott)

συνεμφύω: ἐμφυτεύω ὁμοῦ, αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.

Greek Monolingual

Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].

Greek Monolingual

Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].