συνεπιστενάζω
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
A groan at or over together, Epict.Ench.16; ταῖς ἀλγηδόσιν Diog.Oen. 61.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστενάζω: ἐπιστενάζω ὁμοῦ, στενάζω ἐπί τινι ὁμοῦ, μὴ ὄκνει καὶ συνεπιστενάξαι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 16.
Greek Monolingual
Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.