συνυπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυπόκειμαι Medium diacritics: συνυπόκειμαι Low diacritics: συνυπόκειμαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: synypókeimai Transliteration B: synypokeimai Transliteration C: synypokeimai Beta Code: sunupo/keimai

English (LSJ)

A to be appended also, of a document, τὸ -κείμενον ἄκυρον εἶναι Inscr.Perg.163 D 12 (ii B.C.); συνυποκείσθω let it be assumed also, Gal.15.503; underlie at the same time, Jul. Or.4.133d:—f.l. in Lib.Decl.4.61.

Greek (Liddell-Scott)

συνυπόκειμαι: Παθητ., ὑπόκειμαι ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3063. 12, Λιβάν. τ. 4, σ. 38, 3.

Greek Monolingual

Α ύπόκειμαι
1. (κυρίως για έγγραφο) προσαρτώμαι επιπροσθέτως
2. επιτρέπω να αναληφθεί κάτι επί πλέον.