συντετμημένως

From LSJ
Revision as of 11:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετμημένως Medium diacritics: συντετμημένως Low diacritics: συντετμημένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetmēménōs Transliteration B: syntetmēmenōs Transliteration C: syntetmimenos Beta Code: suntetmhme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντέμνω) A concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.

Greek (Liddell-Scott)

συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εν συντομία, συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετμημένος του συντέμνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].