σύρριζος

From LSJ
Revision as of 12:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρριζος Medium diacritics: σύρριζος Low diacritics: σύρριζος Capitals: ΣΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: sýrrizos Transliteration B: syrrizos Transliteration C: syrrizos Beta Code: su/rrizos

English (LSJ)

ον, A joined to the root, root and all, Sch.rec.S.El.512, Eust.93.5. 2 well supplied with roots, ποιῆσαι τὸν ἵππον . . χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σ. Hippiatr.10.

Greek (Liddell-Scott)

σύρριζος: -ον, ὁ ἐρριζωμένος ὁμοῦ, ὁ μετὰ τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για φυτό ή τμήμα φυτού)
1. ο ενωμένος με τις ρίζες
2. αυτός που έχει αφθονία ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σύρριζον», Ιππιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ρίζος (< ῥίζα), πρβλ. έν-ριζος].